Σακχαρώδης Διαβήτης 1

Σακχαρώδης Διαβήτης 1

Ο διαβήτης τύπου 1 είναι αποτέλεσμα μιας καταστροφής των β-κυττάρων, και η καταστροφή αυτή είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς αυτοάνοσης διαδικασίας. Για κάποιο λόγο το αμυντικό ή ανοσολογικό μας σύστημα «τρελαίνεται» και αρχίζει να επιτίθεται στα β-κύτταρα του παγκρέατος και τα καταστρέφει. Η μόνη πηγή ινσουλίνης για τον οργανισμό, τα β-κύτταρα του παγκρέατος, εκφυλίζονται πλήρως και καμία σημαντική αναγέννηση δεν γίνεται για να αντισταθμίσει τον εκφυλισμό αυτόν. Έτσι λοιπόν ο διαβήτης τύπου 1 χαρακτηρίζεται από μια εκλεκτική και ποσοτική καταστροφή των β-κυττάρων που όμως εξακολουθεί να παραμένει άγνωστο γιατί ξεκινάει η αυτοάνοση αυτή διαδικασία.

Πιθανοί παράγοντες ενεργοποίησης θεωρούνται η κληρονομικότητα, διάφοροι ιοί, το στρες. Ωστόσο πολλοί διαβητικοί τύπου 1 δεν είχαν ποτέ κανέναν συγγενή με διαβήτη. Συνήθως υπάρχει αιφνίδια εισβολή της νόσου, με την αυτοάνοση διαδικασία να προϋπάρχει για πολύ περισσότερο χρόνο. Συνήθως ανιχνεύονται αντισώματα GAD, ICA, και κατά της ινσουλίνης. Συνήθως πρόκειται για λεπτά παιδιά και υπάρχει αυξημένος κίνδυνος και για άλλες αυτοάνοσες παθήσεις π.χ. θυρεοειδή, λεύκη, ανεπάρκεια επινεφριδίων, κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη), έλλειψη βιταμίνης Β12 κ.α.

Ο νεανικός διαβήτης συνήθως εκδηλώνεται αρκετά αναπάντεχα και κατά συνέπεια ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί να εισαχθεί στο νοσοκομείο έως ότου γίνει η διάγνωση και σταθεροποιηθεί η κατάστασή του.

Συμπτώματα του διαβήτη τύπου 1

Αυτά είναι η αυξημένη όρεξη (πολυφαγία), η αυξημένη δίψα (πολυδιψία), η συχνή και μεγάλη σε ποσότητα ούρηση (πολυουρία), η απώλεια βάρους και μερικές φορές διαταραχή της όρασης. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις χωρίς κανένα από τα παραπάνω συμπτώματα. Άλλες συνέπειες της υπεργλυκαιμίας είναι η διαταραχή της ανάπτυξης στα παιδιά και η ευαισθησία στις λοιμώξεις.

Επιπλοκές του διαβήτη τύπου 1

Οι οξείες επιπλοκές του αρρύθμιστου διαβήτη είναι η υπεργλυκαιμία με κετοοξέωση.

Όταν η ινσουλίνη δεν επιτελεί τον ρόλο της, τα υποπροϊόντα της διάσπασης των λιπών και των μυϊκών πρωτεϊνών συσσωρεύονται στο αίμα και οδηγούν στην παραγωγή ουσιών που ονομάζονται κετόνες. Αν δεν γίνει κάτι για να σταματήσει αυτή η διαδικασία, τα επίπεδα κετονών θα αυξάνονται, έως ότου τελικά το άτομο αναπτύξει αυτό που ονομάζεται κετοοξεωτικό κώμα. Η κατάσταση είναι πολύ πιο σπάνια στις ημέρες μας, καθώς η διάγνωση του διαβήτη γίνεται συνήθως πολύ πριν αυτή αναπτυχθεί. Όταν, όμως, παρουσιασθεί αυτό το κώμα, οι ασθενείς χρειάζονται επείγουσα νοσοκομειακή φροντίδα, με ινσουλίνη και ενδοφλέβια χορήγηση υγρών.

Οι μακροχρόνιες επιπλοκές του διαβήτη είναι:

  • η αμφιβληστροειδοπάθεια με απώτερη επιπλοκή την τύφλωση,
  • η νεφροπάθεια που μπορεί να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια,
  • η περιφερική νευροπάθεια με τον κίνδυνο των ελκών των κάτω άκρων, των ακρωτηριασμών και των αρθρώσεων Charcot και τέλος
  • η αυτόνομη νευροπάθεια που προκαλεί γαστρεντερικά, ουρογεννητικά και καρδιαγγειακά συμπτώματα, όπως επίσης και σεξουαλική δυσλειτουργία.

Οι διαβητικοί ασθενείς έχουν αυξημένη συχνότητα αθηροσκλήρωσης και κατά συνέπεια στεφανιαίας νόσου, περιφερικής αγγειοπάθειας και εγκεφαλικών επεισοδίων. Η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία ανευρίσκονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα διαβητικά άτομα.

 

Θεραπεία σακχαρώδους διαβήτη

Φαρμακευτική:
Η θεραπεία των ασθενών με τύπου 1 βασίζεται αποκλειστικά στη χορήγηση ινσουλίνης. Οι σύγχρονες μορφές ινσουλίνης έχουν κάνει εύκολη και αποτελεσματική τη θεραπεία δίνοντας πια τη δυνατότητα στον ασθενή να έχει ελευθερία πολλών επιλογών στη διατροφή του.

Οι στόχοι της θεραπείας είναι:

Ανακούφιση των συμπτωμάτων που προκαλούνται από τα υψηλά επίπεδα γλυκόζης και επίτευξη μακροχρόνιας ομαλοποίησης των τιμών γλυκόζης αίματος που θα καθυστερήσει ή θα αποτρέψει την εξέλιξη των επιπλοκών
Αντιμετώπιση συνοδών παθήσεων όπως υπέρταση και δυσλιπιδαιμία
Βελτίωση της ποιότητας ζωής
Φυσιολογική φυσική και ψυχολογική ανάπτυξη στα παιδιά

Η ινσουλίνη είναι η μόνη θεραπεία.
Διάφοροι τύποι ινσουλίνης είναι διαθέσιμοι και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε διάφορους συνδυασμούς. Η ινσουλίνη χορηγείται υποδόρια (κάτω από το δέρμα) με στυλό ή πένες ινσουλίνης εύκολα χωρίς καθόλου πόνο.

Οι διάφοροι τύποι ινσουλίνης διακρίνονται από το πόσο γρήγορα δρουν (έναρξη δράσης) και από τον χρόνο που διαρκούν (διάρκεια δράσης). Οι νέες ινσουλίνες που έχουμε πια πρακτικά καταργήσανε τις αντλίες ινσουλίνης που χρησιμοποιούσαμε παλιά.

Ελάχιστες είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας με ινσουλίνη και η σημαντικότερη όλων είναι η υπογλυκαιμία (χαμηλή τιμή γλυκόζης αίματος). Η υπογλυκαιμία οφείλεται συνήθως σε χορήγηση μεγαλύτερης δόσης ινσουλίνης, λήψη μικρότερης ποσότητας τροφής ή υπερβολική άσκηση. Τις περισσότερες φορές μπορεί να την αντιμετωπίσει κανείς μόνος του με την πρόσληψη τροφής ή ζάχαρης (π.χ. γλυκά, καραμέλες, χυμοί φρούτων) και σπάνια με ένεση γλυκαγόνης.

Τα σχήματα χορήγησης ποικίλλουν από μία έως τέσσερις ή και περισσότερες ενέσεις ινσουλίνης ημερησίως.

Έλεγχος των επιπέδων του σακχάρου:
Η μέτρηση του σακχάρου είναι απαραίτητη για το καθορισμό της σωστής δόσης ινσουλίνης αρκετές φορές μέσα στην ημέρα, και κυρίως σε νέους ανθρώπους που δεν έχουν καθορισμένο πρόγραμμα διατροφής και δραστηριότητας γενικότερα.

Σήμερα η μέτρηση του σακχάρου στο σπίτι, στο γραφείο ή οπουδήποτε έξω αποτελεί μια σχετικά απλή διαδικασία με ένα μετρητή σακχάρου. Οι μετρητές σακχάρου είναι μικρές φορητές ηλεκτρονικές συσκευές που δίνουν μια άμεση εικόνα των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος κατά τη συγκεκριμένη στιγμή της μέτρησης. Απαραίτητη είναι η προμήθεια ενός μετρητή σακχάρου αίματος, των ταινιών μέτρησης σακχάρου αίματος (test strips) που ταιριάζουν στη συσκευή σακχάρου, ενός αυτόματου στυλό τρυπήματος δακτύλου και τέλος αποστειρωμένων βελονών μιας χρήσεως (lancets) που είναι κατάλληλες για τη συσκευή-στυλό που διαθέτει ο χρήστης.

Στόχος της θεραπείας:
Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία συνιστά το σάκχαρο αίματος νηστείας να κυμαίνεται μεταξύ 70-130 mg/dl, ανώτερο σάκχαρο αίματος 1-2 ώρες μετά το φαγητό κάτω από 180 mg/dl, και HbA1c κάτω από 7% με ιδανικό το 6,5%.

 

Διατροφή:
Το φαγητό είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που επηρεάζουν άμεσα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα – και μάλιστα ελέγξιμος με τη χορήγηση αντίστοιχης δόσης ινσουλίνης. Μία σωστή διατροφή για έναν ασθενή με σακχαρώδη διαβήτη1 δε συνεπάγεται ότι πρέπει ο ασθενής να στερείται τα αγαπημένα του φαγητά και να τα θυσιάζει στο βωμό μίας εφ’ όρου ζωής διατροφής με άνοστα, ανάλατα γεύματα.

Εφόσον τηρείται ένα ισορροπημένο πλάνο γευμάτων, μπορεί να τρώει σχεδόν ότι του αρέσει, τουλάχιστον περιστασιακά. Μάλιστα, εάν παρακολουθεί το σάκχαρο περίπου 2 ώρες μετά από ένα γεύμα, θα μάθει πώς αντιδρά το σώμα του σε διάφορες τροφές και ποσότητες, ούτως ώστε να μπορεί να κάνει μικροδιορθώσεις στις επιλογές φαγητών και ποσότητας ινσουλίνης.

Ο ασθενής θα πρέπει να μάθει τη τεχνική της μέτρησης των υδατανθράκων των διαφόρων τροφών. Οι υδατάνθρακες ονομάζονται και σάκχαρα και είναι αυτοί που ανεβάζουν περισσότερο το σάκχαρο στο αίμα. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τους υδατάνθρακες που περιέχουν τα τρόφιμα που καταναλώνουμε για καλύτερη ρύθμιση του ζαχάρου. Κυριότεροι υδατάνθρακες είναι: οι μονοσακχαρίτες γλυκόζη και φρουκτόζη (φρούτα), οι δισακχαρίτες ζάχαρη (γλυκά), οι πολυσακχαρίτες άμυλο (δημητριακά, ψωμί, όσπρια, ρύζι, πατάτες.

Υπολογίζοντας το συνολικό αριθμό των υδατανθράκων ενός γεύματος, ο ασθενής μπορεί να καθορίσει μόνος του πόσες μονάδες ινσουλίνης χρειάζεται να κάνει για να «κάψει» τα σάκχαρα του γεύματος χωρίς να του ανέβει ή να του πέσει το σάκχαρο στο αίμα. Έτσι, έχει την απόλυτη ελευθερία να διαλέξει να φάει οτιδήποτε χωρίς να απορυθμιστεί το σάκχαρο του, ακόμη και τροφές που παραδοσιακά ανεβάζουν το σάκχαρο, όπως ζυμαρικά ή γλυκά. Βέβαια, η επιλογή υγιεινών γευμάτων χωρίς πολύ αλάτι και ζάχαρη είναι το ζητούμενο σε όλους, όχι μόνο στους ασθενείς με διαβήτη.

Καλό είναι σε κάθε γεύμα πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες αναλογίες:

  • Τα δύο πέμπτα του πιάτου σας πρέπει να αποτελούνται από αμυλούχες τροφές, κατά προτίμηση με μεγάλη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες.
  • Άλλα δύο πέμπτα του πιάτου σας πρέπει να αποτελούνται από λαχανικά, σαλάτες ή φρούτα.
  • Το υπόλοιπο ένα πέμπτο του πιάτου σας πρέπει να είναι κάποια πηγή πρωτεΐνης, π.χ. κρέας, ψάρι, αυγά, όσπρια ή τυρί.

Εξασφαλίζοντας και διατηρώντας αυτές τις αναλογίες, τα επίπεδα του σακχάρου σας θα πρέπει να παραμείνουν μέσα στα επιθυμητά όρια.

Μερικές συμβουλές για τη ρύθμιση του σακχάρου σας.

  1. Καταρτίστε ένα προσωπικό πλάνο γευμάτων με τον γιατρό σας.
  2. Προγραμματίστε τακτικά γεύματα και τηρήστε μία συνεπή δίαιτα για να βοηθήσετε τα φάρμακα σας να δράσουν αποτελεσματικά.
  3. Όταν αγοράζετε προσυσκευασμένα τρόφιμα, διαβάζετε προσεκτικά τις ετικέτες με τα συστατικά.
  4. Προσπαθήστε να ελαττώσετε φαγητά που περιέχουν μεγάλες ποσότητες ζάχαρης, αλατιού, λευκού αλευριού και λιπαρών.
  5. Για να ελέγχετε τα συστατικά και να περιορίζετε τις πρόσθετες ύλες, ετοιμάζετε γεύματα εσείς οι ίδιοι όποτε μπορείτε.

Σωματική άσκηση:
Η σωματική δραστηριότητα (άσκηση) αποτελεί ένα από τα τέσσερα κλειδιά – μαζί με τη διατροφή, τη φαρμακευτική αγωγή και την παρακολούθηση του σακχάρου στο αίμα – της καθημερινής αντιμετώπισης του διαβήτη. Για τους διαβητικούς, το να είναι ενεργοί σωματικά είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς τους βοηθά να είναι συνεχώς σε φόρμα, ενώ μειώνει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και την αρτηριακή πίεση.

Η μυϊκή δραστηριότητα «καίει» σάκχαρο και κατεβάζει τα επίπεδα στο αίμα. Αν ο ασθενής με διαβήτη πρόκειται να ασκηθεί για περισσότερο από 30’ λεπτά πρέπει να ελαττώσει τη δόση της ινσουλίνης του κατά 20% ή να φάει κάποιο σνακ πριν την άσκηση για να αποφύγει τυχόν υπογλυκαιμία. Είναι επίσης απαραίτητο να πίνει αρκετά υγρά σε όλη τη διάρκεια της άσκησης.

Γενικότερα, η σωματική άσκηση για ένα διαβητικό είναι σημαντική γιατί:

  • Βοηθά το σώμα του να χρησιμοποιεί αποτελεσματικότερα την ινσουλίνη.
  • Μπορεί να μειώσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
  • Μειώνει το λίπος του σώματος και αυξάνει τη μυϊκή μάζα.
  • Βοηθά στον έλεγχο του βάρους.
  • Τον βοηθά να αντιμετωπίσει την ψυχολογική πίεση (στρες).
  • Βελτιώνει την αυτοπεποίθηση του.
  • Δυναμώνει την καρδιά και τους πνεύμονες.
  • Βοηθά στη μείωση των παραγόντων κινδύνου για καρδιοπάθεια.
  • Μειώνει την αρτηριακή πίεση.